Το είχαμε αποφασίσει από το προηγούμενο απόγευμα.
Το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου.
Από τη μία ανυπομονούσα να έρθει το πρωί.
Από την άλλη σκεφτόμουν όλα όσα είχα ζήσει στη Villa.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ με τίποτα.
Κατά τις πέντε έφυγα και πήγα σπίτι της.
Θα πηγαίναμε μαζί το πρωί.
Άνοιξα με τα κλειδιά μου να μην την ξυπνήσω.
Ξάπλωσα δίπλα της.
την αγκάλιασα, τη φίλησα απαλά να μην την ξυπνήσω αλλά και
πάλι δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
Θυμόμουν όσα είχαμε ζήσει στη Villa.
Εκεί τη γνώρισα.
Και το πρωί θα πηγαίναμε να την ξαναπάρουμε.
20 μέρες στα χέρια τους, δε γινόταν άλλο.
Το ήξερα ότι θα με έπιαναν.
Δε με πείραζε.
Ήταν 20 μέρες στα χέρια τους.
Δε γινόταν άλλο.
Δε σκεφτόμουν τη σύλληψη, την κράτηση, την ποινή.
Το μόνο που σκεφτόμουν, είναι αυτό που σκέφτηκα όταν με
συνέλαβαν την πρώτη φορά.
Ότι κάποια στιγμή θα ξαναμπώ.
Αψηφώντας κάθε κόστος.
Κάποια στιγμή θα ξαναέμπαινα.
Και ξαναμπήκα.
Και ήταν και η A. μαζί μου.
Και άλλοι 91.
Θα υποτιμίσω τα συναισθήματά μου αν προσπαθήσω να τα γράψω
στο χαρτί.
Τα συναισθήματά μου όταν πρωτοανοίξαμε την πόρτα.
Όταν ανεβήκαμε στην ταράτσα και ανοίξαμε το πανό.
Όταν έκανα την πρώτη μου βόλτα μετά από 20 μέρες στη Villa.
Και μετά μπήκαν αυτοί.
Το ξέραμε.
Το περιμέναμε.
Μας συνέλαβαν όλους.
Ποσώς μας ενδιέφερε.
Βγήκαμε έξω φωνάζοντας δυνατά και υψώνοντας τις γροθιές μας.
Το ένα μου χέρι κρατούσε το δικό της και το άλλο ήταν
υψωμένο.
Νομίζω πως αυτή είναι η καλύτερη δυνατή χρήση των χεριών.
Στις κλούβες συνεχίζαμε να φωνάζουμε.
Και σιγά σιγά μαζεύτηκε κόσμος απ’ έξω.
Άρχισαν να φωνάζουν και αυτοί.
Φτάσαμε στη ΓΑΔΑ.
Μας χώρισαν άντρες από γυναίκες.
Μας χώρισαν.
Την ξαναείδα μετά από 3 μέρες στον ανακριτή.
Αυτή ήταν απέξω.
Την είχαν αφήσει ελεύθερη.
Εγώ τότε έμπαινα.
Πήγα να την αγκαλιάσω, αλλά με κράτησαν.
Μου χαμογέλασε.
Απ’ τα καλύτερα χαμόγελα που έχω δει.
Μπαίνω στον ανακριτή.
Μετά από λίγη ώρα, είμαι και εγώ ελεύθερος.
Ανοίγω την πόρτα των δικαστηρίων.
Αντικρίζω πολλές χιλιάδες κόσμου να τραντάζουν την περιοχή
με τις φωνές τους.
Δακρύζω.
Την βλέπω λίγο πιο πέρα.
Ορμάω πάνω της.
Οι γλώσσες μας μπλέκονται.
Ξανακοιτάω στον κόσμο.
Είναι μέχρι όσο φτάνει το μάτι μου.
Δεν έχω ξανανιώσει έτσι.
Αρχίζω και εγώ να φωνάζω μαζί τους.
Την ξαναφιλάω.
Μένουμε εκεί για πολλές ώρες.
Μέχρι να απελευθερωθούν όλοι.
Αργά το βράδυ, γυρνάω σπίτι μου.
Προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τα όσα είχα ζήσει.
Δεν μπορώ.
Πλημμυρίζω από συναισθήματα.
Χιλιάδες συναισθήματα.
Πάνω απ’ όλα όμως, ένα τεράστιο Σ’ ΑΓΑΠΩ.
Σ’ ΑΓΑΠΩ ελευθερία.
Σ’ ΑΓΑΠΩ A.
Σ’ ΑΓΑΠΩ σύντροφε.
Σ’ ΑΓΑΠΩ ζωή.
Είμαι πολύ κουρασμένος.
Ξαπλώνω και προσπαθώ να κοιμηθώ.
Μάταια.
Ξανασηκώνομαι.
Ανοίγω την τσάντα, παίρνω το μαύρο σπρέι, βγαίνω έξω και
γεμίζω τους τοίχους:
ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΕΡΟ ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΛΙΑ.
(Όχι ότι τα έζησα εγώ όλα αυτά, αλλά κάποιος άλλος ίσως.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου